-
1 покрывать
1. (накрывать) καλύπτω, σκεπάζω, επικαλύπτω, κουκουλώνω 2. (возмещать) καλύπτω 3. (накладывать на какую-л. поверхность тонкий слой какого-л. вещества) σκεπάζω, (επ)αλείφω 4. (обивать наружную поверхность чего-л.) ντύνω, επενδύω 5. (заполнять чем-л. по поверхности) καλύπτω, γεμίζω 6. (окутывать, охвачивать) σκεπάζω 7. (распростра-няться по поверхности чего-л., выступать на поверхность чего-л.) καλύπτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > покрывать
-
2 неоправданный
неоправданныйприл ἀδικαιολόγητος, ἀβάσιμος:\неоправданныйые расходы ἀδικαιολόγητα ἔξοδα· \неоправданныйые подозрения ἡ ἀβάσιμες ὑποψίες. -
3 копеечный
επ.1. ενός καπικιού (αξίας).2. μηδαμινός, τιποτένιος, ασήμαντος• ελάχιστος•-ые расходы τιποτένια έξοδα.
3. μικροπρεπής, ευτελής, ελεεινός, ποταπός•-ая души ελεεινή ψυχή.
-
4 непредвиденный
επ.απρόβλεπτος, απρόοπτος•непредвиденный случай απρόβλεπτη περίπτωση•
-ые расходы απρόβλεπτα έξοδα.
-
5 умопомрачительный
επ., βρ: -лен, -льна, -оκαταπληκτικός, εξαιρετικός, αφάνταστος, απίστευτος•красота -ая ομορφιά умопомрачительный τρελλαμός•
умопомрачительный расходы -ые έξοδα τεράστια, για τρελλαμό.
-
6 учрежденческий
επ.του ιδρύματος•-ие расходы τα έξοδα του ιδρύματος.
-
7 чрезвычайный
επ., βρ: -чаен, -чаина, -о;1. εξαιρετικός, εξαίρετος• σπάνιος•-ая память εξαιρετική (διαβολεμένη) μνήμη•
чрезвычайный успех εξαιρετική (λαμπρή) επιτυχία•
-ое происшествие εξαιρετικό γεγονός.
2. έκτακτος• απρόβλεπτος•-ые меры έκτακτα μέτρα•
-ые расходы έκτακτα έξοδα•
-аякомиссия έκτακτη επιτροπή•
-ое заседание έκτακτη συνεδρίαση•
чрезвычайный съезд έκτακτο συνέδριο•
чрезвычайный посол έκτακτος πρεσβευτής•
-ое положение έκτακτη κατάσταση ή κατάσταση έκτακτης ανάγκης•
-ые налоги έκτακτοι φόροι.
-
8 экстренный
επ.1. έκτακτος, εσπευσμένος, επείγων•экстренный отъезд έκτακτη αναχώρηση•
экстренный выпуск έκτακτη έκδοση•
-ая телеграмма επείγον τηλεγράφημα•
-ая помощь έκτακτη (άμεση) βοήθεια.
2. απρόβλεπτος•-ые расходы έκτακτα έξοδα.
-
9 расход
расходм1. τό ἔξοδο[ν], ἡ δαπάνη:текущие \расходы τά καθημερινά ἔξοδα· карманные \расходы τό χαρτζιλίκι· день-Έ на мелкие \расходы χρήματα προορισμένα γιά τά μικρά ἔξοδα· дорожные \расходы τά ὁδοιπορικά ἔξοδα· транспортные \расходы τά μεταφορικά· накладные \расходы τά γενικά ἔξοδα· военные \расходы ὁΐ στρατιωτικές δαπάνες· непредвиденные \расходы τά ἀπρόοπτα ἔξοδα· нести́ \расходы ὑποβάλλομαι σέ ἔξοδα· покрывать \расходы καλύπτω τά ἔξοδα·2. (потребление) ἡ κατανάλωση [-ις], τό ξόδε-μα:\расход электроэнергии ἡ κατανάλωση ἡλεκτρικής ἐνεργείας· \расход боеприпасов ἡ κατανάλωση πυρομαχικών3. бухг. τό ἔξοδο[ν]:приход и \расход ἔσοδα καί ἐξοδα, τό δοῦναι καί λαβείν ◊ пустить н \расход τουφεκίζω, ἐκτελώ. -
10 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
11 окупить
окуплю, окупишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. окупленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ. καλύπτω τα έξοδα•окупить себестоимость βγάζω το κόστος•
окупить затраты (расходы) καλύπτω (βγάζω)τα έξοδα.
|| μτφ. (ε)ξαγοράζω.καλύπτομαι•расходы -лись τα έξοδα καλύφτηκαν.
|| μτφ. (ε)ξαγοράζομαι. -
12 затрата
затрата ж 1) о κόπος (усилие и т. л.) η δαπάνη, το έξοδο (средств и т. л.) η κατανάλωση (потребление) 2) мн.: \затратаы (расходы) οι δαπά νες, τα έξοδα* * *ж2) мн.затра́ты (расходы) — οι δαπάνες, τα έξοδα
-
13 свести
сведу, сведшь, παρλθ. свл, свела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. сведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сведенный, βρ: -ден, -дена, -но,επιρ. μτχ. сведя ρ.σ.μ.1. κατεβάζω, βοηθώ να κατέβει•свести слепого с лестницы κατεβάζω τον τυφλό από τη σκάλα.
2. βλ. отвести (1 σημ.),3. βλ. сводить 1.4. αναμερίζω, απομακρύνω•лошадь с дороги παίρνω το άλογο από το δρόμο.
5. αφαιρώ, εξαλείφω, βγάζω•свести пятно βγάζω το λεκέ.
6. κόβω (το δάσος).7. ανταμώνω, φέρω σε συνάντηση, γνωρίζω κάποιον με άλλον. || πιάνω (φιλία, γνωριμία κ.τ.τ.).8. προσεγγίζω, πλησιάζω, φέρω κοντά•свести ветки деревьев συμμαζεύω τα κλαδιά των δέντρων•
-брови σμίγω τα φρύδια, κάνω συνοφρύωση.
|| συνδέω, ενώνω. || συγκεντρώνω, συνάζω, συναθροίζω.9. τεντώνω, σφίγγω• μουδιάζω, ξυλιάζω.10. συνενώνω, συγχωνεύω. || λογαρ ιάζω, συγκεφαλαιώνω, συνοψίζω.11. περιορίζω, περιστέλλω, λιγοστεύω, ελαττώνω•свести курение περιορίζω το κάπνισμα•
свести расходы к минимому περιορίζω τα έξοδα στο ελάχιστο.
|| φέρω, πε.-ριάγω.12. βγάζω, μεταφέρω, αποτυπώνω, ξεσηκώνω•свести рисунок на папиросную бумагу βγάζω το σχέδιο σε χαρτί τσιγαρόχαρτου.
εκφρ.свести счты – ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς με κάποιον•свести с престола – εκθρονίζω•свести с пьедестала (высоты) – αμαυρώνω (την αίγλη, τιμή,υπόληψη).1. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω.2. περιορίζομαι, περιστέλλομαι•расходы -лись к минимому τα έξοδα περιορίστηκαν στο ελάχιστο.
3. αποτυπώνομαι, ξεσηκώνομαι, βγαίνω (για σχέδια κ.τ.τ.). ] περιάγο-μαι, περιέρχομαι• καταντώ, καταλήγω•серь-зный разговор -лся на болтовню η σοβαρή συνομιλία κατέληξε σε φλυαρία.
-
14 заход
1. ав. η προσέγγιση 2. (резьбы) η αρχή, το ξεκίνημα (του σπειρώματος) 3. (солнца) η δύση του Ηλίου 4. (судна в порт) о ελλι-μενισμ/όςη είσοδος (του πλοίου στον λιμένα)· *порт - а λιμάνι - ούрасходы по - у в порт έξοδα - ού, τα λιμενικά έξοδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заход
-
15 страхование
η ασφάλισ/ηгосударственное - κρατική/δημόσια -имущественное - ακινήτου για ζημιές απόδιάφορες αιτίες (πυρός, θύελλαςοχημάτωνκ λπ.)морское - η ναυτασφάλεια, ηναυτασφάλισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > страхование
-
16 возместить
возместить, возмещать αποζημιώνω* \возместить расходы πληρώνω τα έξοδα* \возместить убытки ζημιώνω* * *= возмещатьвозмести́ть расхо́ды — πληρώνω τα έξοδα
возмести́ть убы́тки — ζημιώνω
-
17 затрата
затра||таж1. (усилий и т. п.) ἡ δαπάνη, ἡ κατανάλωση [-ις]:\затрата энергии ἡ κατανάλωση (или ἡ δαπάνη) ἐνέργειας·2. обычно мм. (расходы, издержки) τό δξο-δο[ν]:большие \затрататы τά μεγάλα ἔξοδα· не щадить \затратат χωρίς νά λυπηθώ τά ἔξοδα. -
18 накладной
накладн||о́йприл 1.:\накладнойое золото (серебро) τό ἐπιχρύσωμα, τό ἐπαργύρωμα·2. (искусственный) ψεύτικος:\накладнойые волосы τά ψεύτικα μαλλιά· ◊ \накладнойые расходы τά μικρά Εξοδα, τά γενικά ἔξοδα. -
19 оправдать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оправданный, βρ: -дан, -а, -о1. δικαιολογώ, προβάλλω δικαιολογίες. || (νομ.) απαλλάσσω, αθωώνω.2. καλύπτω.3. δικαιώνω•события -ли мой слова τα γεγονότα δικαίωσαν τα λόγια μου•
оправдать надежды δικαιώνω τις ελπίδες.
4. αναπληρώνω, αντισταθμίζω, καλύπτω τα έξοδα.(οικον.) εγκρίνω, δικαιολογώ•оправдать затраты δικαιολογώ τις δαπάνες.
1. δικαιολογούμαι. || απολογούμαι (στο δικαστήριο).2. δικαιώνομαι, επιβεβαιώνομαι•теория -лась на практике η θεωρία επιβεβαιώθηκε από την πράξη.
3. αναπληρώνομαι, αντισταθμίζομαι, καλύπτομαι•все расходы -лись όλα τα έξοδα καλύφτηκαν.
-
20 выгрузка
η εκφόρτωσ/ητο ξεφόρτω-μαна условиях с - ой на берег мор. με όρους - ης στο λιμάνιпогрузка и - за счет фрахтователя мор. φόρτωση και - με χρέωση του ναυλωτήпорядок - и διαδικασία/σειρά - ηςгрейферная - με αρπάγη/δαγκάναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выгрузка
Перевод: с русского на греческий
с греческого на русскийрасходы - τα έξοδα
Страницы